ἐννόουν

ἐννόουν
ἐννοέω
have in one's thoughts
imperf ind act 3rd pl (attic epic doric)
ἐννοέω
have in one's thoughts
imperf ind act 1st sg (attic epic doric)
ἐννοέω
have in one's thoughts
imperf ind act 3rd pl (attic epic doric)
ἐννοέω
have in one's thoughts
imperf ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… …   Dictionary of Greek

  • φιλολογία — Ιστορική επιστήμη, αντικείμενο της οποίας είναι η κριτική και η γραμματική εξέταση και η ερμηνεία των γραπτών εκείνων μνημείων –του παρελθόντος κυρίως– που αποτελούν την έκφραση του πνευματικού πολιτισμού ενός λαού. Πρέπει λοιπόν να διακριθεί ο… …   Dictionary of Greek

  • Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… …   Dictionary of Greek

  • ՎԱՍՏԱԿԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 2 0785 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 12c գ.ա. κοπιῶν, ὀ ἑν κόποις laborans եւ ἑννοοῦν benevolus. Որ վաստակի. աշխատաւոր. աշխատասէր. արդիւնաշատ. արդիւնարար. միամիտ եւ հաւատարիմ. եւ Վաստակեալ. խոնջեալ. ...… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”